- υπερρεαλιστικός
- -ή, -ό, Ν [υπερρεαλιστής]χαρακτηριστικός τού υπερρεαλισμού, σουρρεαλιστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερρεαλιστικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον υπερρεαλιστή ή τον υπερρεαλισμό (βλ. λ.): Υπερρεαλιστική έκφραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λόρκα, Φεντερίκο Γκαρθία — (Federico Garcia Lorca, Φουεντεβακέρος, Γρενάδα 1898 – 1936). Ισπανός ποιητής και δραματουργός. Γιος αγρότη και δασκάλας, φοίτησε σε ένα σχολείο ιησουιτών, ενώ το 1923 έλαβε πτυχίο νομικής. Σε όλη τη διάρκεια των σπουδών του (1913 28) σύχναζε… … Dictionary of Greek